- χαιρόμενος
- χαίρωrejoicepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαίρομαι — χαίρομαι, χάρηκα βλ. πίν. 225 Σημειώσεις: χαίρομαι : η μτχ. χαρούμενος (από το χαιρόμενος) χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ γεμάτος χαρά) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής